Σαν παιδί κι εγώ, είχα ρωτήσει μικρός τους γονείς μου
πώς έρχονται τα παιδιά:
«Ο Θεός!», μού ’χαν πει κλασικά.
«Και πού ξέρει ο Θεός πώς πού και πότε;» είχα απορήσει.
«Ξέρει…», με είχαν διαβεβαιώσει.
«Κι η κυρα-Χρυσούλα που λέτε ότι θέλει να κάνει παιδάκι,
πώς το λέει στο Θεό ότι θέλει;»
«Ο Θεός το ξέρει, είπαμε!»
«Και πού ξέρετε ότι το ξέρει;» είχα συνεχίσει με δυσπιστία.
«Γιατί τα βλέπει όλα!» προσπάθησαν να με καθησυχάσουν.
«Όλα,…ακόμα και μέσα στην κοιλιά της μαμάς που ήταν ο αδερφούλης μου;»
Παύση…
«Κι εκεί», μού είπαν…
Κι εκεί η μάνα μου μάς διέκοψε ότι
είχε κάνει τυροπιτάκια απ’ αυτά που μ’ αρέσουν, και ότι
μπορούσα να φάω απ’ αυτά το βράδυ αντί για
ξινό τραχανά, και
είχα χαρεί απότομα, πάλι,
ο εύπιστος Θωμάς, όπως
με τα σοκολατάκια στον κλειδωμένο μπουφέ που
δεν μ’ αφήνανε να τον ανοίξω, γιατί, λέγανε
«Δεν έχει τίποτα μέσα…»
κι επέμενα
«Να το δω που δεν έχει!»
και ξεκαρδιζόντουσαν όλοι οι μεγάλοι μαζί, χωρίς να καταλαβαίνω τον λόγο.
Σκέφτομαι ακόμα πώς ξεκλειδώθηκε μετά από τόσον καιρό αυτός
ο μπουφές, που ’θελα να το δω που δεν έχει,
και είχε τόση γλύκα μέσα με τα παιδιά που μάς ήρθανε.
Σχόλια