Κατενθουσιασμένος που δεν θα ‘χαμε, λέει, σχολείο εκείνη την ημέρα! Πρωτάκι στο 15ο Θεσσαλονίκης, ήμουν έτοιμος να κατέβω στην πλατεία της Αντωνίου Τούσα για παιχνίδι πριν με κόψει η μάνα μου μ’ ένα απογοητευτικό «δεν κάνει να βγει κανείς έξω σήμερα». Είπα μήπως την μεταπείσω δείχνοντάς της έναν φαντάρο εκεί κάτω στην πλατεία, ίδιον με τον κ. Σπήλιο απ’ το χωριό του μπαμπά που είχε έρθει στο σπίτι μας πριν τα Χριστούγεννα όταν έκανε στρατό στην περιοχή, κι είχε φάει και κρέας κοκκινιστό με χοντρά μακαρόνια που είχε μαγειρέψει η μάνα μου, και τού άρεσαν πολύ, και μάς είχε πει και πολλά καλαμπούρια, και γελάγαμε,… αλλ’ εις μάτην. Η απειλή ξινού τραχανά για βραδινό αποτέλειωσε τις επίμονες προσπάθειές μου για έξοδο στην πλατεία.
«Κάνει τουλάχιστον να βγω στο μπαλκόνι;» ξαναρώτησα τη μάνα μου.
«Κάνει…» μού είπε.
Βγήκα με τον αδερφάκο μου στο μπαλκόνι να παίξουμε με τον Πτέραρχο και τον Λεωνίδα και τ’ άλλα στρατιωτάκια μας, και ρίχναμε και ματιές στην άδεια πλατεία κάτω με τον φαντάρο που στεκόταν σοβαρός και δεν φαινόταν καλαμπουριτζής σαν τον κ. Σπήλιο απ’ το χωριό του μπαμπά που είχε έρθει σπίτι μας πριν τα Χριστούγεννα και μακάρι να ξαναρχόταν και το Πάσχα που πλησίαζε στο τέλος του μήνα, να γελάγαμε πάλι πολύ.
Πολυ καλο κειμενο Μιχάλη, γραμμενο με την παιδικη αθωώτητα εκεινης της εποχης. Και οι φωτογραφιες νομιζω ειναι πραγματικες και εσει εκει. Μπράβο
Βασίλη, ναι, οι οικογενειακές φωτογραφίες είναι απ´ εκείνην την εποχή – η δεξιά στην πλατεία του κειμένου, μετά από κάποια γιορτή, νομίζω.